κόρδα — η (λ. λατ.), χορδή, νεύρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορδακικώτερον — κορδᾱκικώτερον , κορδακικός like the adverbial comp κορδᾱκικώτερον , κορδακικός like the masc acc comp sg κορδᾱκικώτερον , κορδακικός like the neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρδαχ' — κόρδᾱκα , κόρδαξ cordax masc acc sg κόρδᾱκι , κόρδαξ cordax masc dat sg κόρδᾱκε , κόρδαξ cordax masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακικώτερος — κορδᾱκικώτερος , κορδακικός like the masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακισμοῖς — κορδᾱκισμοῖς , κορδακισμός licentious dancing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακισμοί — κορδᾱκισμοί , κορδακισμός licentious dancing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακισμούς — κορδᾱκισμούς , κορδακισμός licentious dancing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακισμῶν — κορδᾱκισμῶν , κορδακισμός licentious dancing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακισμόν — κορδᾱκισμόν , κορδακισμός licentious dancing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακισμός — κορδᾱκισμός , κορδακισμός licentious dancing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)