κόρδα

κόρδα
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 94 μ., 258 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στην πεδιάδα, 33 χλμ. ΒΑ της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελλάνων.
* * *
η (Μ κόρδα)
1. η χορδή μουσικού οργάνου, τόξου ή εργαλείου που κατασκευάζεται από έντερο
2. κορδόνι
νεοελλ.
1. σειρά τόξων που σχηματίζουν τις πλευρές τών ανοιχτών στοών οι οποίες βρίσκονται μπροστά στα κελλιά τών μοναχών τού Αγίου Όρους
2. φρ. (για πολτώδες γλύκισμα) «κάνει κόρδες» — έχει δέσει αρκετά
μσν.
έγχορδο μουσικό όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < λατ. chorda < αρχ. ελλ. χορδά, δωρ. τ. τού χορδή.
ΠΑΡ. μσν. κορδαίνω
νεοελλ.
κορδάτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κόρδα — η (λ. λατ.), χορδή, νεύρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορδακικώτερον — κορδᾱκικώτερον , κορδακικός like the adverbial comp κορδᾱκικώτερον , κορδακικός like the masc acc comp sg κορδᾱκικώτερον , κορδακικός like the neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρδαχ' — κόρδᾱκα , κόρδαξ cordax masc acc sg κόρδᾱκι , κόρδαξ cordax masc dat sg κόρδᾱκε , κόρδαξ cordax masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακικώτερος — κορδᾱκικώτερος , κορδακικός like the masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμοῖς — κορδᾱκισμοῖς , κορδακισμός licentious dancing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμοί — κορδᾱκισμοί , κορδακισμός licentious dancing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμούς — κορδᾱκισμούς , κορδακισμός licentious dancing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμῶν — κορδᾱκισμῶν , κορδακισμός licentious dancing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμόν — κορδᾱκισμόν , κορδακισμός licentious dancing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμός — κορδᾱκισμός , κορδακισμός licentious dancing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”